αποχτώ

αποχτώ
(α) см. αποκτώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποχτώ" в других словарях:

  • αποχτώ — → δες αποκτώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχτώ — βλ. αποκτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καραφλιάζω — [καράφλα] 1. αποχτώ φαλάκρα 2. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω («αυτά που μού είπες μέ καράφλιασαν») …   Dictionary of Greek

  • κατακερδαίνω — (AM) μσν. αποχτώ, κυριεύω αρχ. κερδίζω άδικα από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κερδαίνω «κερδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • αναβιώνω — ίωσα, αμτβ., ξαναζώ, αποχτώ ξανά δύναμη: Αισθανόταν πως αναβίωνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκτώ — και αποχτώ όχτησα, οχτήθηκα, οχτημένος, γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, κερδίζω: Απόχτησε μεγάλη περιουσία με το εμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασπρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ως μτβ., λευκαίνω, ασβεστώνω: Πρέπει να ασπρίσουμε το σπίτι. 2. ως αμτβ., γίνομαι άσπρος, αποχτώ άσπρα μαλλιά: Άσπρισαν τα μαλλιά του. 3. φαίνομαι άσπρος: Μακριά τους κάτι άσπριζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπιάζω — κάμπιασα, αποχτώ κάμπιες: Κάμπιασε το φυτό αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδαμώνω — καρδάμωσα, καρδαμώθηκα, καρδαμωμένος 1. παίρνω επάνω μου, αποχτώ δυνάμεις: Καρδάμωσε ο μικρός. 2. τονώνω κάποιον, τον δυναμώνω: Αυτό το σιρόπι με καρδάμωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρουλιάζω — καρούλιασα, καρουλιασμένος 1. τυλίγω νήμα στο καρούλι: Καρούλιασέ την την κλωστή. 2. αποχτώ καρούμπαλο στο κεφάλι: Κάθε λίγο και λιγάκι καρουλιάζει το κεφάλι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»